πλεύσης

πλεύσης
πλεῦσις
sailing
fem nom/voc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλεύσῃς — πλέω sail aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτιλία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται στην τεχνική της πλεύσης και της κυκλοφορίας στον αέρα των πτητικών συσκευών. Η α. στα πρώτα της βήματα χρησιμοποιούσε μεθόδους της ναυτιλίας, τώρα όμως χρησιμοποιεί ραδιοηλεκτρικές μεθόδους, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • ακτοπλοΐα — Κατά λέξη, ο πλους κοντά στις ακτές. Ειδικότερα, η συγκοινωνία μεταξύ των λιμανιών μιας χώρας αλλά και η σχετική ναυτιλία (βλ. λ. ναυσιπλοΐα). * * * η Ναυτ. 1. η ναυσιπλοΐα κοντά στην ακτή. Η τέχνη τής πλεύσης με τη βοήθεια χαρακτηριστικών… …   Dictionary of Greek

  • αναγωγέας — Ναυτικό όργανο τετράγωνου σχήματος, κατασκευασμένο από πλαστική διάφανη ύλη. Είναι βαθμολογημένο και στις τέσσερις πλευρές του σε μοίρες (0° 360°), από μία μοίρα κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού, με κοινούς χαρακτήρες στοιχείων, και κατά την …   Dictionary of Greek

  • αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… …   Dictionary of Greek

  • βένθος — Το σύνολο των οργανισμών που ζουν πάνω ή μέσα στον πυθμένα των αλμυρών ή γλυκών υδάτινων εκτάσεων. Χωρίζεται σε φυτοβένθος και ζωοβένθος. Το φυτοβένθος περιλαμβάνει φυτά που στηρίζονται στον πυθμένα, ενώ το ζωοβένθος περιλαμβάνει ζώα που είτε… …   Dictionary of Greek

  • γαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων καρκινοειδών της τάξης των δεκάποδων μακρόουρων. Έχουν σώμα πεπλατυσμένο στα πλευρά και μακριά πόδια μεταπλασμένα σε όργανα πλεύσης· γι’ αυτό λέγονται και μακρόουρα κολυμβητικά, αντίθετα από τις καραβίδες, τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”